αποικιακή τέχνη — Είναι η θρησκευτική κυρίως τέχνη που άνθησε στις ισπανικές και πορτογαλικές αποικίες της Αμερικής (στο Περού, στη Βραζιλία και ιδίως στο Μεξικό), από το τέλος του 16ου και μέχρι τον 18o αι. Χρησιμοποίησε συνήθως μορφές από τον ρυθμό μπαρόκ, με… … Dictionary of Greek
Βάργκας Γιόσα, Μάριο — (Mario Vargas Llosa, Αρεκίπα, Περού 1936 –). Περουβιανός συγγραφέας. Έζησε τα παιδικά του χρόνια στη Βολιβία και επέστρεψε στο Περού το 1945. Άρχισε να γράφει πριν τελειώσει το σχολείο. Σπούδασε στη Λίμα και στη Μαδρίτη, ενώ το 1959 μετοίκησε στο … Dictionary of Greek
Κούσκο — (Cusco ή Cuzco). Πόλη (333.400 κάτ. το 2003) του νότιου Περού, πρωτεύουσα του ομώνυμου νομού (72.105 τ. χλμ., 1.208.689 κάτ.). Βρίσκεται στην περιοχή των Άνδεων, σε υψόμετρο 3.399 μ., σε ένα οροπέδιο που διασχίζεται από τον ποταμό Oυατανάι.… … Dictionary of Greek
Λίβιτ, Ανριέτ — (Henriette Leavitt, Λάνκαστερ, Μασαχουσέτη 1868 – 1921). Αμερικανίδα αστρονόμος. Εργαζόταν στο πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ και το όνομά της συνδέεται με έναν αστρονομικό νόμο. Σύμφωνα με αυτόν, είναι δυνατός ο προσδιορισμός της απόλυτης λαμπρότητας … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
Πίκερινγκ — (Pickering). Επώνυμο 2 αδελφών Αμερικανών αστρονόμων. 1. Γουίλιαμ Χένρι (Βοστώνη 1858 – Μάντεβολ, Τζαμάικα 1938). Συνεργάστηκε αρχικά με τον αδελφό του Έντουαρντ Τσαρλς Π. Ασχολήθηκε με τις εγκαταστάσεις του Φλάγκσταφ στην Αριζόνα. Οι… … Dictionary of Greek